- γεράνι
- [герани] ουσ. о. герань,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
γεράνι — I (geranium). Καλλωπιστικό φυτό, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πελαργόνιο το ζωνωτό. Όλα τα είδη του φυτού αυτού αναφέρονται συνοπτικά ως γερανιίδες. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και γένος φυτών, άσχετο με το καλλωπιστικό, με περίπου 20 … Dictionary of Greek
γεράνι — το είδος καλλωπιστικού φυτού, το πελαργόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παλαιό Γεράνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γερανίου … Dictionary of Greek
Герани — Деревня Герани Γεράνι Страна ГрецияГреция … Википедия
Autobahn 90 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A90 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
BOAK — Autobahn 90 (Aftokinitodromos 90) Länge: 200 km … Deutsch Wikipedia
GR-A90 — Autobahn 90 (Aftokinitodromos 90) Länge: 200 km … Deutsch Wikipedia
Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου … Deutsch Wikipedia
γεράνιος — (I) γεράνιος, η (Μ) [γέρανος] 1. είδος εμπλάστρου 2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές. (II) α, ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος) ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
κήλων — ο (ΑΜ κήλων, ωνος) επιβήτορας ίππος ή όνος αρχ. 1. μακρύ ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα φρέατα, κν. γεράνι 2. προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. σε ων / ωνος (πρβλ. γάστρ ων, γλίσχρ ων), που… … Dictionary of Greek
κηλώνειο(ν) — το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον) το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. ειον (πρβλ. σκαμών ειον, χελών ειον)] … Dictionary of Greek